μυριοτυραννίζω

μυριοτυραννίζω
μυριοτυραννίζω (Μ)
1. υποβάλλω σε πολλά βασανιστήρια
2. κάνω κάποιον να υποφέρει πάρα πολύ, κατατυραννώ
3. μέσ. μυριοτυραννίζομαι
υποφέρω, βασανίζομαι πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + τυραννίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • μυριοτυραννισμένος — μυριοτυραννισμένος, η, ον (Μ) [μυριοτυραννίζω] αυτός που έχει υποστεί πολλά βάσανα. επίρρ... μυριοτυραννισμένα (Μ) με πολλά βάσανα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”